- συμπέμψω
- συμπέμπωsendaor subj act 1st sgσυμπέμπωsendaor ind mid 2nd sg (epic ionic)συμπέμπωsendfut ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυνηγέσιο — το (AM κυνηγέσιον, Μ και κυνηγέσιν) [κυνηγέτης] ομάδα στην οποία μετέχουν πολλοί κυνηγοί και κυνηγετικά σκυλιά, κυνηγετική συνοδεία («καὶ τὸ κυνηγέσιον πᾱν συμπέμψω», Ηρόδ.) μσν. αρχ. κυνήγι, θήρα («περὶ τὰ κυνηγέσια καὶ τὴν φιλοσοφίαν ἠνάγκασαν… … Dictionary of Greek